Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ
Είναι λίγο πολύ
γνωστή η ιστορική συγκυρία που επέτρεψε την παραμονή στην Ελλάδα των
μουσουλμάνων της Θράκης μετά το 1922. Η – λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε –
αντίληψη του Ελευθερίου Βενιζέλου για ένα «αντίβαρο» στην παραμονή των Ελλήνων
της Πόλης (και στα δήθεν αυτοδιοικούμενα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου)
προικοδότησε την περιοχή με μία μειονοτική παρουσία ουδόλως ευκαταφρόνητη, που
κατά καιρούς, δυστυχώς, αποδεικνύεται μάλλον πρόβλημα παρά πλεονέκτημα. Ωστόσο
τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα αν στα 80 χρόνια που
μεσολάβησαν μέχρι τις μέρες μας το ελληνικό κράτος αποδεικνυόταν περισσότερο
ελληνικό ή, έστω, περισσότερο κράτος.
Είναι
επίσης λίγο πολύ γνωστός ο τρόπος με τον οποίον η πολυάριθμη και εύπορη αστική
τάξη των Ελλήνων της Πόλης τερμάτισε την προαιώνια παρουσία της στο διάστημα
των οκτώ αυτών δεκαετιών. Ζώντας σε ένα καθεστώς ημιφασιστικό,
ρατσιστικό, στρατοκρατούμενο και κάτω από μέτρα δρακόντεια έως βάρβαρα, εξεμέτρησε το ζην της, ώστε ήδη να αναφερόμαστε πια στο
έσχατο απολειφάδι της. Τα μέτρα σε βάρος της ουσιαστικά δεν έπαυσαν ποτέ από
την επομένη της Συνθήκης της Λωζάνης, με αποκορύφωμα
το 1941 (με τον Φόρο Βαρλίκ και τα Τάγματα Εργασίας),
το 1955 (με τα Σεπτεμβριανά, τυπικό δείγμα τούρκικης πολιτισμικής γραφής) και
το 1964 (με τις απελάσεις χιλιάδων Ελλήνων από την Πόλη). Πρόκειται για ένα
έγκλημα διαρκές και απαράγραπτο, για το οποίο έχουμε ηθική υποχρέωση – αλλά και
υλικό συμφέρον – να απαιτήσουμε συγγνώμη και αποζημίωση, στον δρόμο που έδειξε
η Τιτίνα Λοϊζίδου.
Η
πορεία της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη δεν ήταν καθόλου
παράλληλη. Ακόμη και στις αυταρχικότερες περιόδους διακυβέρνησης της χώρας μας
ο ελληνικός πολιτισμός πρωτίστως και η αδύναμη εξωτερική μας πολιτική δευτερευόντως
απέτρεψαν αντίποινα ή εκδικητικά μέτρα κλίμακας ανάλογης των προαναφερθέντων
εγκλημάτων της Τουρκίας. Αντιθέτως, τα κέρδη της γείτονος
στις περιόδους ύφεσης των διμερών σχέσεων αποτελούσαν το εκάστοτε εφαλτήριο για
την επόμενη περίοδο. Έτσι, η ελληνική Πολιτεία συνήργησε
άλλοτε παθητικά κι άλλοτε με ...ενθουσιασμό στον εκτουρκισμό και τον εκκεμαλισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής, με
αξιοθαύμαστη συνέπεια: Το 1930 – με την αφορμή της πρώτης ελληνοτουρκικής
«φιλίας» Βενιζέλου - Ατατούρκ – παραγκώνισε ή και
απέλασε από το θρακικό έδαφος τους παλαιομουσουλμάνους
που αντιδρούσαν στον τουρκικό σωβινισμό (μεταξύ αυτών και ο τελευταίος Οθωμανός
σεϊχουλισλάμης, ο Μουσταφά Σαμπρή Εφέντη).
Προχώρησε στην νομιμοποίηση σωματείων με τον όρο «τουρκικός» στον τίτλο (και με
ανοιχτά κεμαλική ιδεολογία), μια πληγή που χάσκει
μέχρι και σήμερα. Επέβαλε συν τω χρόνω το λατινικό
αλφάβητο αντικαθιστώντας το παραδοσιακό αραβικό, ακολουθώντας έτσι τις
μεταρρυθμίσεις της Άγκυρας εντός του ελληνικού εδάφους. Προχώρησε στα Μορφωτικά
πρωτόκολλα του 1951 και του 1968, αποδεχόμενη ουσιαστικά την επίσημη κηδεμονία
της Τουρκίας για τον μειονοτικό πληθυσμό της Θράκης κι επιβάλλοντας την
τουρκική ως επίσημη γλώσσα του. Την περίοδο μάλιστα των νατοϊκών
ελληνοτουρκικών ερώτων, όχι μόνο ίδρυσε και χάρισε στην Κομοτηνή Γυμνάσιο με
την επωνυμία «Τζελάλ Μπαγιάρ»*
αλλά και επέβαλε την ονομασία «τουρκικά» στα τότε λειτουργούντα μειονοτικά
σχολεία! Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και, ακόμη
περισσότερο, η κυβερνητική Αλλαγή του 1981 έβαλαν ένα πρόσκαιρο φρένο στην
πολιτική των μονομερών παραχωρήσεων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80
ελήφθησαν κάποια μέτρα κι έγιναν μερικές προσπάθειες προς την σωστή κατεύθυνση
για το συμμάζεμα της κατάστασης, όμως ήταν ήδη αργά. Η υποχώρηση στο πρώτο Νταβός
(Ανδρέας Παπανδρέου- Τοργκούτ Οζάλ) υπογραμμίστηκε με
...νόημα από τα επεισόδια του Γενάρη του 1988 στην Κομοτηνή και την περιφέρειά
της. Ήταν η εποχή του «ανεξάρτητου» πολιτευτή Σαδίκ Αχμέτ, ο οποίος εξευτέλισε επανειλημμένως την ελληνική πολιτεία,
λόγω και έργω. Αξέχαστη ήταν η πρόκληση που απηύθυνε μέσα στη Βουλή των
Ελλήνων, όπου τεκμηρίωνε την διεκδίκηση της τουρκικής ταυτότητας για την
μειονότητα της Θράκης, λέγοντας: «Όλοι οι
μουσουλμάνοι στη Θράκη είναι Τούρκοι. Φέρτε μου ΕΝΑΝ που να δηλώνει ότι δεν
είναι Τούρκος! Δεν υπάρχει ούτε ένας!» Και οι 299 σιγούσαν: Όντως, δεν ήταν
σε θέση να επιδείξουν ούτε έναν από τις 40.000 των σλαβόφωνων Πομάκων, ούτε
έναν από τις 20.000 των εγκατεστημένων και μη Τσιγγάνων! Τότε μάλιστα
διαμορφώθηκε και το ...αιτηματολόγιο της Άγκυρας που
το περιέφεραν δεξιά κι αριστερά διάφοροι εγκάθετοί της, κυρίως υποψήφιοι
πολιτευτές, ανεξαρτήτως κόμματος: Αναγνώριση της μειονότητας ως εθνικής, δηλαδή
τουρκικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το καθεστώς της. Απόδοση της ελληνικής
ιθαγένειας στους χιλιάδες τουρκογενείς που εγκατέλειψαν την Ελλάδα σε
παρελθούσες δεκαετίες. Εκλογή – κι όχι διορισμός - των μουφτήδων και των
διαχειριστικών επιτροπών βακουφικής περιουσίας.
Ενίσχυση της μειονοτικής εκπαίδευσης, διορισμοί διδασκόντων από τις σχολικές
εφορίες, επιμορφώσεις μειονοτικών δασκάλων στην Τουρκία, κατάργηση της Ειδικής
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, εισαγωγή της διδασκαλίας της τουρκικής σε
σχολεία της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης... Με λίγα λόγια πλήρης έλεγχος της
Τουρκίας στην εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων και
στην εν γένει ζωή της μειονότητας. Τα αιτήματα αυτά εξακολουθούν και σήμερα να
υποβάλλονται ανελλιπώς, αυτούσια ή παραλλαγμένα.Στην
δεκαετία που ακολούθησε πολλά άλλαξαν. Η πρόοδος σε κάποια επίπεδα είναι
σημαντική, αυτό είναι αλήθεια. Κατ’ αρχήν ήδη από το 1990 ήρθησαν όλοι οι
διοικητικοί περιορισμοί που ίσχυαν για τον μειονοτικό πληθυσμό, περιορισμοί που
ετέθησαν ως μέτρο πίεσης για μετανάστευση και δημογραφική συμπίεσή του**.
Περνώντας πλέον στο αντίθετο άκρο, υιοθετήθηκαν – επισήμως ή όχι – πολιτικές
προνομιακής μεταχείρισης των μουσουλμάνων έναντι των συμπολιτών τους
χριστιανών. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην ουσιαστική εισαγωγή τους στα
ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα άνευ εξετάσεων (με την ποσόστωση του
0,5% - που είναι αλήθεια ότι έστρεψε την μειονοτική νεολαία προς το δημόσιο
σχολείο) αλλά και στην υπέρ το δέον ευνοϊκή μεταχείρισή τους σε ζητήματα της
καθημερινότητας: πολεοδομικών παραβάσεων, φορολογικών προστίμων, τίτλων
κυριότητος ακινήτων, τροχαίων κλήσεων... Με τον αμφιλεγόμενο αυτόν τρόπο
άδειασε η φαρέτρα των επίδοξων ταραχοποιών και ταυτοχρόνως διαμορφώθηκε ένα
πλαίσιο για την ένταξη του μουσουλμανικού πληθυσμού στην ευρύτερη τοπική
κοινωνία. Το κλίμα λοιπόν στην περιοχή είναι πια εντελώς διαφορετικό.Πέραν
όμως του κλίματος, υπάρχουν και οι εθνικές πραγματικότητες που σήμερα ίσως
εκδηλώνονται με τον άλφα τρόπο, αύριο ενδεχομένως με τον βήτα. Στον τομέα
αυτόν, και παρά την εργώδη προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα, τα αποτελέσματα
είναι μεν σημαντικά αλλά όχι αρκετά. Ο εκτουρκισμός των Πομάκων και των Ρωμά (Τσιγγάνων) έχει μεν επιβραδυνθεί αλλά δεν έπαυσε. Οι
γλώσσες τους, η Πομακική και η Ρωμανί,
δεν ακούγονται ούτε στην Εκπαίδευση αλλά ούτε και σε άλλους χώρους της δημόσιας
ζωής. Η ίδια η ταυτότητα των μη τουρκογενών μειονοτικών αμφισβητείται από τον
μηχανισμό του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής και κάθε απλή μνεία της, έστω,
αντιμετωπίζεται ως «απόπειρα διάσπασης
της Τουρκικής Μειονότητας». Είναι αναμφίβολα η αχίλλειος πτέρνα της
τουρκικής πολιτικής στη Θράκη και δυστυχώς την κρατική αβελτηρία (ή εσκεμμένη
απουσία;) δεν μπορεί να την καλύψει ούτε η υπερδραστηριοποίηση
κάποιων πολιτιστικών συλλόγων ούτε η αυτοσυνειδησία μερικών μειονοτικών που
θέτουν τον εαυτό τους ηρωικά στο μάτι του κυκλώνα. Όσο για τον τουρκογενή
πληθυσμό, εκεί η δουλειά που έπρεπε να γίνει ήταν ιδεολογική: Έπρεπε να γίνει
ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα ναι μεν προσφέρει όλα όσα υποχρεούται κι ακόμη
περισσότερα αλλά απαιτεί τη στοιχειώδη νομιμοφροσύνη όλων στο δημοκρατικό
πολίτευμα. Δεν μπορεί να διακηρύττεται μέσα στην ελληνική Επικράτεια από άτομα
και συλλογικούς φορείς ο κεμαλικός ρατσισμός και να
υμνείται ο σφαγέας των προγόνων μας, τη στιγμή μάλιστα που γίνεται διεθνώς
αγώνας για την περιθωριοποίηση τέτοιων απόψεων. Δυστυχώς όμως μία τέτοια
πολιτική αντίληψη δεν είναι ακόμη εδραία ούτε και στο εσωτερικό του πλειονοτικού πληθυσμού, εντός κι εκτός Θράκης (βλ. κατάθεση
στεφάνου στο μαυσωλείο του Κεμάλ). Ένας
άλλος παράγοντας με μακροπρόθεσμα ολέθριες, κατά τη γνώμη μας, συνέπειες είναι το
ευρωχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα του «Δικτύου Δήμων
Ανατολικής και Δυτικής Θράκης». Μπορεί αυτή τη στιγμή κάποιοι δήμαρχοι να
κάνουν πληρωμένα ταξιδάκια και φιγούρα στα επαρχιώτικα ΜΜΕ, καταναλώνοντας με
βουλιμία τα ευρώ των Βρυξελλών, όμως η νομιμοποιημένη παρουσία της κεμαλικής Τουρκίας - πολιτική, πολιτιστική, οικονομική, κτλ
- ρίχνει ρίζες και θα πληρωθεί κάποια μέρα ακριβά (και τότε ίσως να μην
βρίσκεται στο προσκήνιο ο προαγωγός της και η πανταχού παρούσα βουλγαροαμερικάνα μάνα του ώστε να τους ζητηθούν ευθύνες).
Στο κάτω κάτω όταν ως Ελλάς μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή
Ένωση άλλες παρέες φανταζόμασταν στο πλευρό μας... Τέλος, υπάρχουν και οι οικονομικές
πραγματικότητες στην περιοχή που παίζουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Η
παραδοσιακά αγροτική Θράκη – και η μειονοτική της συνιστώσα – έχει μπροστά της
δύσκολες μέρες. Τα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που επενδύθηκαν
αφορούσαν την εκβιομηχάνιση του τόπου αλλά το αποτέλεσμα είναι φτωχό (για να το
διατυπώσουμε κομψά). Τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν στην περιοχή τόνωσαν μεν την
τάξη των βιομηχάνων και τους κομματικούς φίλους, διέξοδο όμως από τον φθίνοντα
πρωτογενή τομέα δεν έδωσαν. Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η αντικαπνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης – χιλιάδες
μειονοτικές οικογένειες ζουν από την καπνοκαλλιέργεια - και το χαμηλό μορφωτικό
επίπεδο των παραγωγών συνθέτουν μία εικόνα που ελάχιστη αισιοδοξία επιτρέπει
για το μέλλον. Στα ανωτέρω ας προστεθεί και ο κίνδυνος που συνιστούν για την
περιοχή οι επί θύραις χρυσοθηρικές επενδύσεις, που
απειλούν να μετατρέψουν σε σύντομο διάστημα τη θρακική ύπαιθρο σε κρανίου τόπο.
Οι δρόμοι της μετανάστευσης προς Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, κτλ ξανανοίξανε,
για (νεοπρόσφυγες, κυρίως) χριστιανούς και
μουσουλμάνους, παρότι ειδικά για τους τελευταίους προέκυψε μία πολλά υποσχόμενη
επαγγελματική διέξοδος: Η εισαγωγή από την Τουρκία της φθηνής της παραγωγής,
χιλιάδων βιομηχανικών προϊόντων που κατέκλυσαν ήδη την ελληνική αγορά,
επιδεινώνοντας δραματικά το εμπορικό ισοζύγιο σε βάρος της χώρας μας.Κλείνοντας
τη σύντομη αυτή σκιαγράφηση του ζητήματος, ανακεφαλαιώνουμε τις βασικές μας
θέσεις: Η υποχωρητική μέχρις παρεξηγήσεως ελληνική πολιτική επέτρεψε στην
Τουρκία να εδραιωθεί στη Θράκη και να αμφισβητεί επί του πρακτέου την κυριαρχία
της. Η σημερινή πολιτική των παροχών και της ισοπολιτείας από μόνη της δεν
αρκεί για να ανατρέψει τις πραγματικότητες στη Θράκη. Η πλειονότητα έχει χρέος
να αναγνωρίσει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα Πομάκων και Τσιγγάνων αλλά και να
καταδικάσει τον κεμαλισμό ως κλασική φασιστική
ιδεολογία και πράξη. Οι δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές μπορεί να μην
αφίστανται εκείνων της υπόλοιπης χώρας, όμως οι ιδιαιτερότητες της περιοχής
επιβάλλουν μία αυξημένη ευαισθησία και διόρθωση της μέχρι τούδε πορείας.
Καραΐσκος Κώστας, Κομοτηνή
διευθυντής του «Αντιφωνητή»
* Προς τιμήν του τότε Προέδρου της
Τουρκίας και πρώην ...εγκληματία πολέμου σε βάρος του Ελληνισμού της Ιωνίας (!)
- και προς δόξαν της νατοϊκού τύπου εθνικοφροσύνης
της Φρειδερίκης
** Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ναι μεν η Ελλάδα
καταστρατηγούσε τις έννοιες της ισονομίας και της ισοπολιτείας, όμως για μια
δίκαιη εκτίμηση του φαινομένου δεν πρέπει να ξεχνάμε το ιστορικό πλαίσιο της
εποχής. Να μην ξεχνάμε, επί παραδείγματι, πότε απέκτησαν πλήρη δικαιώματα οι
αριστεροί Έλληνες, παρά την πλήρη επικράτηση της Δεξιάς στον Εμφύλιο ήδη από το
1949. Ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθούν καλύτερα αλλόθρησκοι κι αλλόφυλοι που
συχνά πυκνά έδιναν κι αφορμές για υποψίες ότι λειτουργούν ως Πέμπτη Φάλαγγα
μιας εχθρικής χώρας;